- φιλοποσία
- φῐλο-ποσία, ἡ,A love of drinking, fondness for wine, X.Mem.1.2.22, Arist.Pr.872a6, Jul.Caes.327c; pl., Pl.Phd.81e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοποσία — φιλοποσίᾱ , φιλοποσία love of drinking fem nom/voc/acc dual φιλοποσίᾱ , φιλοποσία love of drinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποσία — η, ΝΜΑ, και φιλοποτία Α [φιλοπότης] η αγάπη για το ποτό και, ιδίως, για το κρασί … Dictionary of Greek
φιλοποσίας — φιλοποσίᾱς , φιλοποσία love of drinking fem acc pl φιλοποσίᾱς , φιλοποσία love of drinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποσίαν — φιλοποσίᾱν , φιλοποσία love of drinking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] … Dictionary of Greek
θώρηξις — θώρηξις, ήξεως ἡ (Α) [θωρήσσω] το να πίνει κάποιος αμιγές, άκρατο κρασί, φιλοποσία, ακρατοποσία, μέθη … Dictionary of Greek
φιλοποτία — ἡ, Α βλ. φιλοποσία … Dictionary of Greek